- ενεργοποιώ
- 1. καθιστώ κάτι ενεργό, βγάζω κάτι από την κατάσταση τής αδράνειας ή τής ηρεμίας, δραστηριοποιώ2. μτφ. κινητοποιώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενεργοποιώ — ενεργοποιώ, ενεργοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενεργοποιώ — ενεργοποίησα, ενεργοποιήθηκα, ενεργοποιημένος, μτβ., κάνω ενεργοποίηση (βλ. λ.): Οι καταθέσεις του Ταμιευτηρίου ενεργοποιούνται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβιώνω — (Α ἀναβιῶ, όω) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, ξαναγεννιέμαι νεοελλ. επαναφέρω κάτι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωπυρώνω, επαναδραστηριοποιώ, ενεργοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ + βιῶ. ΠΑΡ. ἀναβίωσις ( η) μσν. ἀναβίωμα] … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek